ασταγης

ασταγης
    ἀσταγής
    ἀ-στᾰγής
    2
    не капающий, т.е. твердый, крепкий
    

(κρύσταλλος Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ασταγης" в других словарях:

  • ασταγής — ἀσταγής, ές (Α) 1. αυτός που δεν στάζει γιατί έχει παγώσει («ἀσταγὴς κρύσταλλος») 2. (ως επίρρ.) όχι σταγόνα σταγόνα αλλά ακράτητα («τὰ δ ἔρρεεν ἀσταγὲς αὔτως» για δάκρυα που ἑτρεχαν ποτάμι, Απ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σταγής < στάζω] …   Dictionary of Greek

  • ἀσταγές — ἀσταγής not trickling masc/fem voc sg ἀσταγής not trickling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταγέος — ἀσταγής not trickling masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»